- κατασκεύασας
- κατασκευάζωequipaor ind act 2nd sg (homeric ionic)κατασκευάζωequipaor ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατασκευάσας — κατασκευά̱σᾱς , κατασκευάζω equip fut part act fem acc pl (doric) κατασκευά̱σᾱς , κατασκευάζω equip fut part act fem gen sg (doric) κατασκευά̱σᾱς , κατασκευάζω equip fut part act fem acc pl (doric) κατασκευά̱σᾱς , κατασκευάζω equip fut part… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
въобразити — ВЪОБРА|ЗИТИ (55), ЖОУ, ЗИТЬ гл. 1. Придать вид, свойства; сформировать, преобразовать: б҃ъ. въ бл҃гыихъ съзьдавъ чл҃вка. видѣ ѥго злобою привлечена. и ѡбразъ осквьрньша. изволи… || въ плъть нашѹ безъ грѣха ѡблечис˫а. да и падъшаго въздвигнеть. и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εύκαιρος — η, ο (ΑΜ εὔκαιρος, ον) 1. αυτός που γίνεται στον κατάλληλο χρόνο, στην κατάλληλη περίσταση, στην ώρα του («εὐκαίρων ὑδάτων... γινομένων», Θεόφρ.) 2. (για χώρους, οικήματα, δοχεία κ.λπ.) κενός, άδειος, ο έρημος νεοελλ. αυτός που δεν έχει… … Dictionary of Greek
κατάγω — (AM κατάγω) 1. μέσ. κατάγομαι έλκω την καταγωγή, προέρχομαι («κατάγεται από την Ήπειρο») 2. φρ. «κατάγω θρίαμβο(ν)» ή «κατάγω νίκη(ν)» νικώ, θριαμβεύω αρχ. 1. οδηγώ προς τα κάτω, φέρω προς τα κάτω «τὴν ἐκ τῶν ὀρῶν ὕλην κατῆγον εἰς τὸ ἄστυ»,… … Dictionary of Greek
Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… … Dictionary of Greek
ԱՌՆԵԼԻ — (լւոյ, լեաց.) NBH 1 0308 Chronological Sequence: Early classical, 8c, 14c ա. Իբր Ապառնի, գործելի, լինելի. ուստի գոյականն՝ որպէս Գործք. իրք. *Խրատէ զմեզ յայնպիսի առնելեաց. Ոսկ. ՟բ. կոր.: *Զլինելոցն յառնելեացն գուշակէ. Երզն. մտթ.: Իբր անցեալ,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)